Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sdegnàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zdeɲˈɲare]

1 προκαλώ με τρόπο περιφρονητικό
2 σνομπάρω
3 ερεθίζω
4 εξοργίζω
5 περιφρονώ
6 καταφρονώ
7 απαξιώνω
8 αποκηρύσσω περιφρονητικά

sdegnarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [zdeɲˈɲarsi]

1 προσβάλλομαι
2 εξοργίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sdebitarsi sdegnato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sdaziabile (επίθ.)
sdaziamento (ουσ αρσ )
sdaziare (ρ. μτβ.)
sdebitare (ρ. μτβ.)
sdebitarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sdegnare (ρ. μτβ.)
sdegnarsi (ρ.μ. (αντων.))
sdegnato (επίθ.)
sdegno (ουσ αρσ )
sdegnosamente (επίρ.)
sdegnosità (θηλ.ουσ)
sdegnoso (επίθ.)
sdentare (ρ. μτβ.)
sdentato (αρσ. επίθ και ουσ)
sdentati (ουσ αρσ πληθ.)
sdentatura (θηλ.ουσ)
sdilinquimento (ουσ αρσ )
sdilinquirsi (ρ. μ. αμτβ.)
sdipanare (ρ. μτβ.)
sdipanarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---