ItalianoGreco


seccatóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sekkaˈtojo]

1 λαστιχένιο εργαλείο καθαρίσματος
2 στεγνωτήριο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---