Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


secchézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sekˈkettsa]

1 ανυδρία
2 ξεραΐλα
3 ισχνότητα
4 στέγνα
5 ξηρασία
6 ξηρότητα
7 στεγνότητα
8 λιγνάδα
9 ακαρπία
10 γλισχρότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  seccatura secchia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

seccarsi (ρ.μ. (αντων.))
seccato (επίθ.)
seccatoio (ουσ αρσ )
seccatore (ουσ αρσ )
seccatura (θηλ.ουσ)
secchezza (θηλ.ουσ)
secchia (θηλ.ουσ)
secchiata (θηλ.ουσ)
secchiello (ουσ αρσ )
secchio (ουσ αρσ )
secchione (ουσ αρσ )
seccia (θηλ.ουσ)
secciaio (ουσ αρσ )
secco (ουσ αρσ )
secco (επίθ.)
seccume (ουσ αρσ )
secentesco (επίθ.)
secentesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
secentismo (ουσ αρσ )
secentista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---