ItalianoGreco


sécchia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsekkja]

1 κουβάς
2 κάδος
3 κουβαδιά
4 σπάσιμο στο διάβασμα (μαθητική αργκό)
5 έντονη μελέτη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---