Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsecondogènito
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [se,kɔndoˈʤɛnito] 1 δεύτερος στη σειρά γέννησης 2 δευτερότοκος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |