Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sèdano  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsɛdano]

το σέλινο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  secrezione sedare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

secreto (ουσ αρσ )
secreto (επίθ.)
secretore (επίθ.)
secretorio (επίθ.)
secrezione (θηλ.ουσ)
sedano (ουσ αρσ )
sedare (ρ. μτβ.)
sedatamente (επίρ.)
sedativo (ουσ αρσ )
sede (θηλ.ουσ)
sedentarietà (θηλ.ουσ)
sedentario (ουσ αρσ )
sedentario (επίθ.)
sedentarismo (ουσ αρσ )
sedente (επίθ.)
sedere (ουσ αρσ )
sedere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sedersi (ρ.μ. (αντων.))
sedia (θηλ.ουσ)
sediario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---