Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ségale  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsegale]

η σίκαλη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  segala segaligno  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


pane [αρσ.] di segale = το ψωμή σίκαλης


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

seduttore (επίθ.)
seduzione (θηλ.ουσ)
sega (θηλ.ουσ)
segaccio (ουσ αρσ )
segala (θηλ.ουσ)
segale (θηλ.ουσ)
segaligno (επίθ.)
segalino (επίθ.)
segantino (ουσ αρσ )
segaossa (ουσ αρσ )
segare (ρ. μτβ.)
segatore (ουσ αρσ )
segatrice (θηλ.ουσ)
segatura (θηλ.ουσ)
seggetta (θηλ.ουσ)
seggio (ουσ αρσ )
seggiola (θηλ.ουσ)
seggiolaio (ουσ αρσ )
seggiolata (θηλ.ουσ)
seggiolino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---