Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


seduzióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sedutˈtsjone]

1 δελεαστικότητα
2 δελεασμός
3 πρόκληση
4 πειρασμός
5 δέλεαρ
6 ξεμαύλισμα
7 ξεμυάλισμα
8 ξεπλάνεμα
9 ξέβγαλμα
10 αποπλάνηση
11 εκμαυλισμός
12 μάγεμα
13 ξελόγιασμα
14 παραπλάνηση
15 πλάνεμα
16 σαγήνη
17 γοητευτικότητα
18 ελκυστικότητα
19 θέλγητρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  seduttore sega  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sedurre (ρ. μτβ.)
seduta (θηλ.ουσ)
seduto (επίθ.)
seduttore (ουσ αρσ )
seduttore (επίθ.)
seduzione (θηλ.ουσ)
sega (θηλ.ουσ)
segaccio (ουσ αρσ )
segala (θηλ.ουσ)
segale (θηλ.ουσ)
segaligno (επίθ.)
segalino (επίθ.)
segantino (ουσ αρσ )
segaossa (ουσ αρσ )
segare (ρ. μτβ.)
segatore (ουσ αρσ )
segatrice (θηλ.ουσ)
segatura (θηλ.ουσ)
seggetta (θηλ.ουσ)
seggio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---