Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


seduttóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sedutˈtore]

1 πλανευτής
2 ξεμυαλιστής
3 πλάνος
4 εκμαυλιστής
5 ξελογιαστής

seduttóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sedutˈtore]

1 θελκτικός
2 πλανερός
3 δελεαστικός
4 αποπλανητικός
5 γοητευτικός
6 πλάνος
7 σαγηνευτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  seduto seduzione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sedizioso (επίθ.)
seducente (επίθ.)
sedurre (ρ. μτβ.)
seduta (θηλ.ουσ)
seduto (επίθ.)
seduttore (ουσ αρσ )
seduttore (επίθ.)
seduzione (θηλ.ουσ)
sega (θηλ.ουσ)
segaccio (ουσ αρσ )
segala (θηλ.ουσ)
segale (θηλ.ουσ)
segaligno (επίθ.)
segalino (επίθ.)
segantino (ουσ αρσ )
segaossa (ουσ αρσ )
segare (ρ. μτβ.)
segatore (ουσ αρσ )
segatrice (θηλ.ουσ)
segatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---