Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


seghétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [seˈgetto]

σιδηροπρίονο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  seghettato segmentale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

seggiovia (θηλ.ουσ)
segheria (θηλ.ουσ)
seghetta (θηλ.ουσ)
seghettare (ρ. μτβ.)
seghettato (επίθ.)
seghetto (ουσ αρσ )
segmentale (επίθ.)
segmentare (ρ. μτβ.)
segmentarsi (ρ.μ. (αντων.))
segmentazione (θηλ.ουσ)
segmento (ουσ αρσ )
segnacarte (ουσ αρσ )
segnacaso (ουσ αρσ )
segnacolo (ουσ αρσ )
segnalamento (ουσ αρσ )
segnalare (ρ. μτβ.)
segnalarsi (ρ.μ. (αντων.))
segnalato (επίθ.)
segnalatore (ουσ αρσ )
segnalazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---