Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsegmentazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [segmentatˈtsjone] 1 χωρισμός σε τμήματα 2 μερισμός 3 κατάτμηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |