Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


segretézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [segreˈtettsa]

1 μυστικότητα
2 αποσιώπηση
3 εχεμύθεια
4 συνωμοτικότητα
5 συνωμοτισμός
6 απόκρυψη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  segreteria segreto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

segretaria (θηλ.ουσ)
segretariale (επίθ.)
segretariato (ουσ αρσ )
segretario (ουσ αρσ )
segreteria (θηλ.ουσ)
segretezza (θηλ.ουσ)
segreto (ουσ αρσ )
segreto (επίθ.)
seguace (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
seguente (ουσ αρσ και θηλ.)
seguente (επίθ.)
segugio (ουσ αρσ )
seguire (ρ. μτβ.)
seguitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
seguito (ουσ αρσ )
sei ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
Seicelle (θηλ. ουσ πληθ.)
seicento ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
seienne (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
seigiorni (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---