ItalianoGreco


segréto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [seˈgreto]

το μυστικό

segréto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [seˈgreto]

μυστικός


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


agente [αρσ. και θηλ.] segreto = ο μυστικός πρακτόρας || in segreto = στα κρυφά, από κρυφά || servizi [αρσ. πλυθ.] segreti = οι υπηρεσίες [f.] πληροφοριών



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---