Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόseguènte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [seˈgwɛnte] 1 επόμενο τμήμα 2 επόμενος άνθρωπος seguènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [seˈgwɛnte] επόμενος (-η, -ο), ακόλουθος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |