Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsélva
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈselva] 1 δασώδης περιοχή 2 δασοτόπι 3 άλσος 4 δάσος 5 πλήθος μεγάλο 6 δρυμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |