Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sellatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sellaˈtura]

1 σαμάρωμα
2 σέλωμα
3 επίσαξις


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sellato selleria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

self–service (ουσ αρσ )
sella (θηλ.ουσ)
sellaio (ουσ αρσ )
sellare (ρ. μτβ.)
sellato (επίθ.)
sellatura (θηλ.ουσ)
selleria (θηλ.ουσ)
sellino (ουσ αρσ )
seltz (ουσ αρσ )
selva (θηλ.ουσ)
selvaggiamente (επίρ.)
selvaggina (θηλ.ουσ)
selvaggio (αρσ. επίθ και ουσ)
selvatichezza (θηλ.ουσ)
selvatico (ουσ αρσ )
selvatico (επίθ.)
selvaticume (ουσ αρσ )
selvoso (επίθ.)
selz (ουσ αρσ )
semaforico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---