ItalianoGreco


selvatichézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [selvatiˈkettsa]

1 έλλειψη φιλικής διάθεσης
2 αγένεια
3 άγρια κατάσταση
4 σκληρότητα
5 ακοινωνησία
6 αγριότητα
7 θηριωδία
8 πρωτογονισμός
9 βαναυσότητα
10 βαρβαρότητα
11 σκαιότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---