Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


semeiòlogo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [semeˈjɔlogo]

1 ειδικός της σημασιολογίας
2 ειδικός της συμπτωματολογίας
3 σημασιολόγος
4 σημειολόγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  seme semeiotica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

semasiologo (ουσ αρσ )
sembiante (αρσ. επίθ και ουσ)
sembianza (θηλ.ουσ)
sembrare (ρ.αμτβ.)
seme (ουσ αρσ )
semeiologo (ουσ αρσ )
semeiotica (θηλ.ουσ)
semeiotico (επίθ.)
sementa (θηλ.ουσ)
semente (θηλ.ουσ)
semenza (θηλ.ουσ)
semenzaio (ουσ αρσ )
semenzale (αρσ. επίθ και ουσ)
semestrale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
semestralità (θηλ.ουσ)
semestralmente (επίρ.)
semestre (ουσ αρσ )
semi– (πρθμ.)
semiacerbo (επίθ.)
semianalfabeta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---