Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsemovènte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,semoˈvɛnte] αυτοκινούμενο πυροβόλο semovènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [,semoˈvɛnte] 1 αυτοκινούμενος 2 αυτόματος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |