Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


semovènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,semoˈvɛnte]

αυτοκινούμενο πυροβόλο

semovènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,semoˈvɛnte]

1 αυτοκινούμενος
2 αυτόματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  semoloso semovenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

semola (θηλ.ουσ)
semolata (θηλ.ουσ)
semolatrice (θηλ.ουσ)
semolino (ουσ αρσ )
semoloso (επίθ.)
semovente (ουσ αρσ )
semovente (επίθ.)
semovenza (θηλ.ουσ)
sempiterno (επίθ.)
semplice (ουσ αρσ )
semplice (επίθ.)
semplicemente (επίρ.)
sempliciario (ουσ αρσ )
semplicione (ουσ αρσ )
semplicioneria (θηλ.ουσ)
semplicismo (ουσ αρσ )
semplicista (ουσ αρσ και θηλ.)
semplicista (επίθ.)
semplicisticamente (επίρ.)
semplicistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---