Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


semplicìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sempliˈʧizmo]

1 επιπολαιότητα
2 πρακτική υπεραπλούστευσης
3 επιφανειακότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  semplicioneria semplicista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

semplice (επίθ.)
semplicemente (επίρ.)
sempliciario (ουσ αρσ )
semplicione (ουσ αρσ )
semplicioneria (θηλ.ουσ)
semplicismo (ουσ αρσ )
semplicista (ουσ αρσ και θηλ.)
semplicista (επίθ.)
semplicisticamente (επίρ.)
semplicistico (επίθ.)
semplicità (θηλ.ουσ)
semplificare (ρ. μτβ.)
semplificarsi (ρ.μ. (αντων.))
semplificato (επίθ.)
semplificazione (θηλ.ουσ)
sempre (επίρ.)
sempreverde (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
semprevivo (ουσ αρσ )
sena (θηλ.ουσ)
senapato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---