ItalianoGreco


sensòrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [senˈsɔrjo]

αισθητήριο τμήμα εγκεφάλου

sensòrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [senˈsɔrjo]

1 μεταφέρων ώση σε νευρικό κέντρο
2 αισθητηριακός
3 αισθητήριος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---