sènso
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈsɛnso]
1 fisiologia η αίσθηση
2 (significato) η σημασία, το νόημα
3 (direzione) η κατεύθυνση
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈsɛnso]
1 fisiologia η αίσθηση
2 (significato) η σημασία, το νόημα
3 (direzione) η κατεύθυνση
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
in senso antiorario = αριστερόστροφα || in senso orario = προς την κατεύθυνση των δεικτών του ρολογιού || in un certo senso = από μιά άποψη || riprendere i sensi = ξαναβρίσκω τις αισθήσεις || senso [αρσ.] comune = το κοινό νους || senso [αρσ.] unico = ο μονόδρομος || strada [θηλ.] a doppio senso = ο δρόμος διπλής κατεύθυνσης
senso (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android