Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sènza, sénza  
πρόθεση

Προσφορά I.P.A.: [ˈsɛntsa], [ˈsentsa]

δίχος, χωρίς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sentore senzadio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


benzina [θηλ.] senza piombo = η αμόλυβδη; η αμόλυβδη βενζίνη || restare senza fiato = μένω έκθαμβος || senza dubbio = χωρίς αμφιβολία || senza sosta = χωρίς διακοπή || senza volere = άθελα || senz'altro = δίχως άλλο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sentire (ρ. μτβ.)
sentirsi (ρ.μ. (αντων.))
sentitamente (επίρ.)
sentito (επίθ.)
sentore (ουσ αρσ )
senza (πρόθ.)
senzadio (ουσ αρσ και θηλ.)
senzapatria (ουσ αρσ και θηλ.)
senzatetto (ουσ αρσ και θηλ.)
senziente (επίθ.)
sepalo (ουσ αρσ )
separabile (επίθ.)
separabilità (θηλ.ουσ)
separare (ρ. μτβ.)
separarsi (ρ. μ. αμτβ.)
separatamente (επίρ.)
separatismo (ουσ αρσ )
separatista (ουσ αρσ και θηλ.)
separatista (επίθ.)
separatistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---