Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


separàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sepaˈrabile]

1 διαιρετός
2 τμητός
3 διαχωριστέος
4 που διαχωρίζεται
5 διασπάσιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sepalo separabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

senzadio (ουσ αρσ και θηλ.)
senzapatria (ουσ αρσ και θηλ.)
senzatetto (ουσ αρσ και θηλ.)
senziente (επίθ.)
sepalo (ουσ αρσ )
separabile (επίθ.)
separabilità (θηλ.ουσ)
separare (ρ. μτβ.)
separarsi (ρ. μ. αμτβ.)
separatamente (επίρ.)
separatismo (ουσ αρσ )
separatista (ουσ αρσ και θηλ.)
separatista (επίθ.)
separatistico (επίθ.)
separato (επίθ.)
separatore (αρσ. επίθ και ουσ)
separazione (θηλ.ουσ)
separè, separé (ουσ αρσ )
sepiolite (θηλ.ουσ)
sepolcrale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---