Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόseparabilità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [separabiliˈta] 1 διαχωριστικότητα 2 ικανότητα διαχωρισμού 3 διασπασιμότητα 4 διαιρετότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |