Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


serenità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sereniˈta]

1 ειρήνη
2 αμεροληψία
3 γαληνότητα (τίτλος)
4 γαλήνη
5 ηρεμία
6 ησυχία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  serenissimo sereno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

serenamente (επίρ.)
serenata (θηλ.ουσ)
serendipità (θηλ.ουσ)
serenella (θηλ.ουσ)
serenissimo (επίθ.)
serenità (θηλ.ουσ)
sereno (ουσ αρσ )
sereno (επίθ.)
sergente (ουσ αρσ )
seriale (επίθ.)
seriamente (επίρ.)
seriare (ρ. μτβ.)
seriazione (θηλ.ουσ)
sericeo (επίθ.)
sericina (θηλ.ουσ)
serico (επίθ.)
sericolo (επίθ.)
sericoltore (ουσ αρσ )
sericoltura (θηλ.ουσ)
sericultore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---