Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόseréno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [seˈreno] καθαρός ουρανός seréno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [seˈreno] γαλήνιος (-α, -ο), ξαστερός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |