Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsericoltùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [serikolˈtura] 1 παραγωγή μεταξιού 2 σηροτροφία 3 μεταξοσκωληκοτροφία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |