Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsèrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈsɛrjo] το σοβαρό sèrio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈsɛrjo] 1 σοβαρός (-ή, -ό) 2 (importante) σπουδαίος (-α, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαsul serio = σοβαρά Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |