Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


serióso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [seˈrjoso], [seˈrjozo]

1 κρίσιμος
2 επιβλητικός
3 σημαντικός
4 έντιμος
5 σπουδαίος
6 δύσκολος
7 αυστηρός
8 σοβαρός
9 αξιοπρεπής
10 βαρύς
11 βαρυσήμαντος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  seriore seritterio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

serigrafico (επίθ.)
serimetro (ουσ αρσ )
serio (ουσ αρσ )
serio (επίθ.)
seriore (επίθ.)
serioso (επίθ.)
seritterio (ουσ αρσ )
sermone (ουσ αρσ )
sermoneggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
serotino (επίθ.)
serotonina (θηλ.ουσ)
serpa (θηλ.ουσ)
serpaio (ουσ αρσ )
serparo (ουσ αρσ )
serpe (θηλ.ουσ)
serpeggiamento (ουσ αρσ )
serpeggiante (επίθ.)
serpeggiare (ρ.αμτβ.)
serpentaria (θηλ.ουσ)
serpentario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---