Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsermoneggiàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [sermonedˈʤare] 1 ηθικολογώ 2 κάνω κήρυγμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |