Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


serpeggiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [serpedˈʤare]

1 έχω ελικώσεις σαν μαίανδρος
2 ακολουθώ δαιδαλώδη διαδρομή
3 τυλίγομαι σαν φίδι
4 είμαι ελικοειδής
5 είμαι φιδίσιος
6 κουλουριάζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  serpeggiante serpentaria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

serpaio (ουσ αρσ )
serparo (ουσ αρσ )
serpe (θηλ.ουσ)
serpeggiamento (ουσ αρσ )
serpeggiante (επίθ.)
serpeggiare (ρ.αμτβ.)
serpentaria (θηλ.ουσ)
serpentario (ουσ αρσ )
serpente (ουσ αρσ )
serpentesco (επίθ.)
serpentiforme (επίθ.)
serpentina (θηλ.ουσ)
serpentino (ουσ αρσ )
serpentino (επίθ.)
serpigine (θηλ.ουσ)
serpiginoso (επίθ.)
serpillo (ουσ αρσ )
serpollino (ουσ αρσ )
serqua (θηλ.ουσ)
serra (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---