Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόserpentìna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [serpenˈtina] 1 σερπεντίνης (ορυκτό) 2 φιδόχορτο Polygonum bistorta 3 σερπαντίνα 4 ελικοειδής καμπύλη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |