Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


serpentìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [serpenˈtino]

1 σερπαντίνα
2 σερπεντίνης (ορυκτό)

serpentìno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [serpenˈtino]

1 λεπτός και ευλύγιστος
2 ελισσόμενος σπειροειδώς
3 οφιοειδής
4 φιδίσιος
5 φιδωτός
6 φιδένιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  serpentina serpigine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

serpentario (ουσ αρσ )
serpente (ουσ αρσ )
serpentesco (επίθ.)
serpentiforme (επίθ.)
serpentina (θηλ.ουσ)
serpentino (ουσ αρσ )
serpentino (επίθ.)
serpigine (θηλ.ουσ)
serpiginoso (επίθ.)
serpillo (ουσ αρσ )
serpollino (ουσ αρσ )
serqua (θηλ.ουσ)
serra (θηλ.ουσ)
serradadi (ουσ αρσ )
serrafila (ουσ αρσ και θηλ.)
serrafilo (ουσ αρσ )
serraforme (ουσ αρσ )
serraggio (ουσ αρσ )
serraglio (ουσ αρσ )
serrame (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---