Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


serràre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [serˈrare]

1 μαγκώνω
2 δένω σφιχτά
3 σφίγγω
4 καργάρω
5 μαζεύω (τα πανιά)
6 επισπεύδω
7 επιταχύνω
8 αμπαρώνω
9 κλειδώνω
10 κλείνω
11 περικλείνω
12 κρατώ γερά
13 περικυκλώνω
14 περιβάλλω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  serrapezzi serraschiere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

serrame (ουσ αρσ )
serramentista (ουσ αρσ και θηλ.)
serramenti (ουσ αρσ πληθ.)
serranda (θηλ.ουσ)
serrapezzi (ουσ αρσ )
serrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
serraschiere (ουσ αρσ )
serrata (θηλ.ουσ)
serratamente (επίρ.)
serrate (ουσ αρσ )
serrato (επίθ.)
serratura (θηλ.ουσ)
serto (ουσ αρσ )
serva (θηλ.ουσ)
servaggio (ουσ αρσ )
servalo (ουσ αρσ )
servente (ουσ αρσ )
servente (επίθ.)
server (ουσ αρσ )
servetta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---