Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


serràta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [serˈrata]

1 ανταπεργία
2 εργοδοτική ανταπεργία
3 λοκ άουτ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  serraschiere serratamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

serramenti (ουσ αρσ πληθ.)
serranda (θηλ.ουσ)
serrapezzi (ουσ αρσ )
serrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
serraschiere (ουσ αρσ )
serrata (θηλ.ουσ)
serratamente (επίρ.)
serrate (ουσ αρσ )
serrato (επίθ.)
serratura (θηλ.ουσ)
serto (ουσ αρσ )
serva (θηλ.ουσ)
servaggio (ουσ αρσ )
servalo (ουσ αρσ )
servente (ουσ αρσ )
servente (επίθ.)
server (ουσ αρσ )
servetta (θηλ.ουσ)
servibile (επίθ.)
servigio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---