Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


serràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [serˈrato]

1 περιεκτικός
2 λιτός
3 σφιχτοπλεγμένος
4 γρήγορος
5 συνοπτικός
6 σύντομος και σαφής
7 σφιχτός
8 σφικτός
9 κλειστός
10 ολοπαγής
11 συμπαγής
12 πυκνός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  serrate serratura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

serrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
serraschiere (ουσ αρσ )
serrata (θηλ.ουσ)
serratamente (επίρ.)
serrate (ουσ αρσ )
serrato (επίθ.)
serratura (θηλ.ουσ)
serto (ουσ αρσ )
serva (θηλ.ουσ)
servaggio (ουσ αρσ )
servalo (ουσ αρσ )
servente (ουσ αρσ )
servente (επίθ.)
server (ουσ αρσ )
servetta (θηλ.ουσ)
servibile (επίθ.)
servigio (ουσ αρσ )
servile (αρσ. επίθ και ουσ)
servilismo (ουσ αρσ )
servilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---