Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sessuologìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sessuoloˈʤia]

1 επιστημονική μελέτη σεξουαλικών προβλημάτων
2 σεξολογία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sessuofobia sessuologico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sessola (θηλ.ουσ)
sessuale (επίθ.)
sessualità (θηλ.ουσ)
sessuato (επίθ.)
sessuofobia (θηλ.ουσ)
sessuologia (θηλ.ουσ)
sessuologico (επίθ.)
sessuologo (ουσ αρσ )
sesta (θηλ.ουσ)
sestante (ουσ αρσ )
sestario (ουσ αρσ )
sesterzio (ουσ αρσ )
sestetto (ουσ αρσ )
sestiere (ουσ αρσ )
sestile (ουσ αρσ )
sestina (θηλ.ουσ)
sesto (ουσ αρσ )
sestogradista (ουσ αρσ και θηλ.)
sestultimo (επίθ.)
sestupla (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---