ItalianoGreco


sessualità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sessualiˈta]

1 έκφραση σεξουαλικού ενδιαφέροντος
2 σεξουαλική δραστηριότητα
3 σεξουαλικότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---