Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sessuòlogo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sessuˈɔlogo]

ειδικός της επιστημονικής μελέτης σεξουαλικών προβλημάτων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sessuologico sesta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sessualità (θηλ.ουσ)
sessuato (επίθ.)
sessuofobia (θηλ.ουσ)
sessuologia (θηλ.ουσ)
sessuologico (επίθ.)
sessuologo (ουσ αρσ )
sesta (θηλ.ουσ)
sestante (ουσ αρσ )
sestario (ουσ αρσ )
sesterzio (ουσ αρσ )
sestetto (ουσ αρσ )
sestiere (ουσ αρσ )
sestile (ουσ αρσ )
sestina (θηλ.ουσ)
sesto (ουσ αρσ )
sestogradista (ουσ αρσ και θηλ.)
sestultimo (επίθ.)
sestupla (θηλ.ουσ)
sestuplicare (ρ. μτβ.)
sestuplice (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---