Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsessuòlogo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sessuˈɔlogo] ειδικός της επιστημονικής μελέτης σεξουαλικών προβλημάτων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |