Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsetìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [seˈtino] 1 μεταξωτό νήμα 2 διακόσμηση εκκλησίας με μεταξωτά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |