Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sétola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsetola]

1 ραγάδα
2 σχισμή
3 κοντή σκληρή τρίχα
4 δέρμα σκληρό με κοντό χοντρό τρίχωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  setino setoloso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

setaiolo (ουσ αρσ )
sete (θηλ.ουσ)
seteria (θηλ.ουσ)
setificio (ουσ αρσ )
setino (ουσ αρσ )
setola (θηλ.ουσ)
setoloso (επίθ.)
setoluto (επίθ.)
setta (θηλ.ουσ)
settanta ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
settantenario (αρσ. επίθ και ουσ)
settantenne (ουσ αρσ )
settantenne (θηλ.ουσ)
settantennio (ουσ αρσ )
settantesimo (ουσ αρσ )
settantesimo (επίθ.)
settantina (θηλ.ουσ)
settario (ουσ αρσ )
settario (επίθ.)
settarismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---