Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsettarìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [settaˈrizmo] 1 σεκταρισμός 2 απομόνωση επαναστατών από το εργατικό κίνημα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |