Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


settembrìno  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [settemˈbrino]

ο του Σεπτέμβρη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  settembre settemila  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

settecentesimo (επίθ.)
settecentista (ουσ αρσ και θηλ.)
settecentistico (επίθ.)
settecento ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
settembre (ουσ αρσ )
settembrino (αρσ. επίθ και ουσ)
settemila ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
settemvirato (ουσ αρσ )
settemviro (ουσ αρσ )
settenario (ουσ αρσ )
settennale (επίθ.)
settenne (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
settennio (ουσ αρσ )
settentrionale (ουσ αρσ και θηλ.)
settentrionale (επίθ.)
settentrionalismo (ουσ αρσ )
settentrione (ουσ αρσ )
setter (ουσ αρσ )
setticemia (θηλ.ουσ)
setticemico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---