Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


settecentèsimo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [setteʧenˈtɛzimo]

επτακοσιοστό (1/700)

settecentèsimo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [setteʧenˈtɛzimo]

επτακοσιοστός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  settecentesco settecentista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

settario (επίθ.)
settarismo (ουσ αρσ )
sette ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
settebello (ουσ αρσ )
settecentesco (επίθ.)
settecentesimo (ουσ αρσ )
settecentesimo (επίθ.)
settecentista (ουσ αρσ και θηλ.)
settecentistico (επίθ.)
settecento ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
settembre (ουσ αρσ )
settembrino (αρσ. επίθ και ουσ)
settemila ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
settemvirato (ουσ αρσ )
settemviro (ουσ αρσ )
settenario (ουσ αρσ )
settennale (επίθ.)
settenne (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
settennio (ουσ αρσ )
settentrionale (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---