ItalianoGreco


sfaccettàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sfatʧetˈtare]

1 φτιάχνω έδρες (επιφάνειες) διαμαντιού
2 επεξεργάζομαι διαμάντια και λειαίνω τις έδρες τους
3 κόβω διαμάντι
4 επεξεργάζομαι διαμάντι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---