Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsfegatàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sfegaˈtato] απόκοτος άνθρωπος sfegatàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [sfegaˈtato] 1 ντοπαρισμένος 2 φανατικός 3 σκληροπυρηνικός 4 παθιασμένος 5 φανατισμένος 6 βαμμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |