Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsfenòide
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sfeˈnɔjde] σφηνοειδές οστό sfenòide επίθετο Προσφορά I.P.A.: [sfeˈnɔjde] σφηνοειδής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |