Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfenòide  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sfeˈnɔjde]

σφηνοειδές οστό

sfenòide  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sfeˈnɔjde]

σφηνοειδής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfenoidale sfera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfegatarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sfegatato (ουσ αρσ )
sfegatato (επίθ.)
sfenodonte (ουσ αρσ )
sfenoidale (επίθ.)
sfenoide (ουσ αρσ )
sfenoide (επίθ.)
sfera (θηλ.ουσ)
sfericamente (επίρ.)
sfericità (θηλ.ουσ)
sferico (αρσ. επίθ και ουσ)
sferire (ρ. μτβ.)
sferisterio (ουσ αρσ )
sferoidale (επίθ.)
sferoide (ουσ αρσ )
sferometro (ουσ αρσ )
sferragliamento (ουσ αρσ )
sferragliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sferrare (ρ. μτβ.)
sferrarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---