ItalianoGreco


sfondaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sfondaˈmento]

1 σπάσιμο
2 στρατιωτική διάσπαση γραμμών
3 σύντριψη
4 αφαίρεση πάτου (κάδου ή βαρελιού)
5 συντριβή
6 εισβολή
7 διάσπαση
8 απώθηση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---