ItalianoGreco


sformàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sforˈmato]

1 γιουβέτσι
2 γλυκό με κρέμα (σε φόρμα)

sformàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sforˈmato]

1 στραβοχυμένος
2 κακοκαμωμένος
3 κακοφτιαγμένος
4 δύσμορφος
5 άμορφος
6 ασουλούπωτος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---