sformàto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [sforˈmato]
1 γιουβέτσι
2 γλυκό με κρέμα (σε φόρμα)
sformàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [sforˈmato]
1 στραβοχυμένος
2 κακοκαμωμένος
3 κακοφτιαγμένος
4 δύσμορφος
5 άμορφος
6 ασουλούπωτος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [sforˈmato]
1 γιουβέτσι
2 γλυκό με κρέμα (σε φόρμα)
sformàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [sforˈmato]
1 στραβοχυμένος
2 κακοκαμωμένος
3 κακοφτιαγμένος
4 δύσμορφος
5 άμορφος
6 ασουλούπωτος
permalink
sformato (ουσ αρσ )
sformato (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android